Το μοντέλο ΣΕΑ (Σχεδίαση, Εφαρμογή, Αξιολόγηση) αποτελεί μια αξιόπιστη προσέγγιση για τη βελτίωση της μαθησιακής διαδικασίας.
Η μελέτη της μάθησης είναι σημαντική τόσο για αυτούς που πρόκειται να μάθουν όσο και για αυτούς που πρόκειται να καθοδηγήσουν τη μάθηση άλλων, επειδή συγκεκριμένες δραστηριότητες, τεχνικές και τεχνολογίες μπορούν να έχουν συνέπειες στην ποσότητα και την ποιότητα αυτού που μαθαίνεται. Κατανοώντας την μάθηση μπορούμε να σχεδιάσουμε καλύτερα και να αναπτύξουμε μαθησιακές εμπειρίες κατά τρόπο μεθοδευμένο και συστηματικό.
Ιδιαίτερη λοιπόν έμφαση θα πρέπει να αποδώσουμε σε αυτά που θα μπορούσαν να κάνουν δάσκαλοι και μαθητές για να επηρεάσουν θετικά τα αποτελέσματα της μάθησης.
Αυτά μπορούν να συσχετιστούν με τις ακόλουθες διαδικασίες:
• τη διαδικασία σχεδιασμού, η οποία είναι αναγκαία έτσι ώστε να διασφαλιστεί ότι η διδασκαλία έχει προετοιμάστηκε διαρθρωθεί με τρόπο που οι μαθητές μπορούν να επεξεργαστούν αποτελεσματικά,
• τη διαδικασία εφαρμογής του αρχικού σχεδιασμού και διεξαγωγής της διδασκαλίας και
• τη διαδικασία αξιολόγησης κατά την οποία αξιολογούνται τόσο η διδασκαλία, όσο και το μαθησιακό αποτέλεσμα
Το μοντέλο αυτό μπορεί να παραλληλιστεί με την προσέγγιση ενός μηχανικού οποίος αναλαμβάνει την κατασκευή ενός κτιρίου. Ο εν λόγω ειδικός είναι ξακουστός για τις ικανότητες σχεδιασμού του, για τη δυνατότητά του να κατανοεί τις απαιτήσεις τα πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες των διάφορων υλικών και εργαλείων ανάλογα με την υπό επεξεργασία κατάσταση, καθώς και για την ικανότητα του να συλλογίζονται, να αναλογίζεται και να αξιολογεί την αποτελεσματικότητα των εργαλείων κατά τη διάρκεια όλης της διαδικασίας σχεδιασμού και υλοποίησης ενός έργου.
Στη σχεδίαση το επίκεντρο βρίσκεται σε αυτό που αναμένεται να μάθουν οι μαθητές καθώς και στο πώς, πότε και γιατί μπορούν να το μάθουν καλύτερα. Το αποτέλεσμα της σχεδίασης είναι συνήθως ένα σκιαγράφημα, ένα σχέδιο μαθήματος, ή ένα προσχέδιο της μαθησιακής εμπειρίας, το οποίο αναμένεται να πετύχει τον επιθυμητό στόχο μάθησης. Αυτό το σχεδίασμα βοηθά στην περιγραφή των γνώσεων και των ικανοτήτων που διαθέτουν επί του παρόντος οι μαθητές, καθώς και στην σκιαγράφηση των γνώσεων και δεξιοτήτων που αναμένεται να αποκτήσουν και προτείνει τρόπους για τη μείωση της διαφοράς μεταξύ των δύο. Αυτό το προσχέδιο οπωσδήποτε επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο εκπαιδευτικός παρουσιάζει πληροφορίες και τον τρόπο με τον οποίο ο μαθητής τις αντιλαμβάνεται.
Η εφαρμογή εστιάζει στην εκτέλεση του σχεδίου μαθήματος σύμφωνα και ανάλογα με τις κατά περίπτωση δυνατότητες και περιορισμούς και με τη χρήση των προ επιλεγμένων διδακτικών υλικών και δραστηριοτήτων. Για τους μαθητές η εφαρμογή ταυτίζεται με τον τόπο, το χρόνο και το περιεχόμενο της εκάστοτε μαθησιακής εμπειρίας. Για τον δάσκαλο η εφαρμογή περιλαμβάνει την παρακολούθηση για την διαχείριση της διδασκαλίας, των ομάδων των μαθητών καθώς και των ατόμων με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες.
Η αξιολόγηση εστιάζει κυρίως στην εκτίμηση της αποτελεσματικότητας των υλικών. Αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία συλλογιζόμαστε και προβληματιζόμαστε γι’ αυτό που επιτεύχθηκε, το συγκρίνουμε με τον αρχικό επιθυμητό στόχο, προτείνουμε αλλαγές τις φάσεις του μελλοντικού σχεδιασμού και εφαρμογής και ολοκληρώνουμε με την εφαρμογή των προτεινόμενων τροποποιήσεων και μετατροπών.
Ο κύκλος των διαδικασιών σχεδίασης εφαρμογής και αξιολόγησης μας βοηθά να οργανώνουμε συστηματικά την προσέγγιση μας στη διαδικασία ανάπτυξης αποτελεσματικών μαθησιακών εμπειριών. Κάθε μία από τις τρεις φάσεις του μοντέλου συνδέεται στενά και αλληλοεπιδρά με τις άλλες δύο. Για παράδειγμα, η σχεδίαση επιδρά καταλυτικά τόσο στην εφαρμογή όσο και την αξιολόγηση της διδασκαλίας. Η εφαρμογή, από την άλλη, μπορεί να τροφοδοτεί την σχεδίαση με σημαντική πληροφόρηση για την πραγματοποίηση μελλοντικών βελτιώσουν και ασφαλώς υπαγορεύει τον χρόνο και τον τρόπο πραγματοποίησης της αξιολόγησης. Όμοια, η αξιολόγηση παρέχει αποφασιστική πληροφόρηση τόσο για την μελλοντική σχεδίαση της διδασκαλίας, όσο και για την αποτελεσματικότερη υλοποίησή της.
Πηγή [edweek.gr]