Η χαμηλή απόδοση των Ελλήνων μαθητών στους διεθνείς διαγωνισμούς PISA αποτελεί ένα θέμα που προκαλεί έντονη ανησυχία και θέτει σοβαρά ερωτήματα για την ποιότητα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Οι διαγωνισμοί PISA, οι οποίοι αξιολογούν την κατανόηση κειμένου, τη μαθηματική σκέψη και την επιστημονική κατανόηση, παρέχουν μια σαφή εικόνα για τις δεξιότητες των μαθητών και την ικανότητά τους να εφαρμόζουν τις γνώσεις τους σε πραγματικές καταστάσεις. Τι οδηγεί όμως τους Έλληνες μαθητές σε τόσο χαμηλές επιδόσεις;
Γιατί Αποτυγχάνουν οι Μαθητές μας;
Ένας από τους κύριους λόγους είναι η δομή του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο επικεντρώνεται στην αποστήθιση και όχι στην ανάπτυξη κριτικής σκέψης και δεξιοτήτων επίλυσης προβλημάτων. Οι μαθητές μαθαίνουν να αναπαράγουν πληροφορίες χωρίς να καλλιεργούν την ικανότητα να τις εφαρμόζουν σε πρακτικές καταστάσεις — μια δεξιότητα που αξιολογείται στους διαγωνισμούς PISA. Επιπλέον, η έλλειψη σύγχρονων εκπαιδευτικών υποδομών και πόρων αποτελεί ένα ακόμα σημαντικό εμπόδιο. Πολλά σχολεία δεν διαθέτουν τα απαραίτητα τεχνολογικά μέσα και ενημερωμένα βιβλία, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά τη μαθησιακή διαδικασία και την προετοιμασία των μαθητών.
Οι εκπαιδευτικοί, που διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην εκπαιδευτική διαδικασία, συχνά δεν λαμβάνουν την απαραίτητη επιμόρφωση στις νέες παιδαγωγικές μεθόδους και στη χρήση της τεχνολογίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια διδασκαλία που δεν είναι προσαρμοσμένη στις ανάγκες και τις απαιτήσεις του σύγχρονου μαθητή. Παράλληλα, η αστάθεια και η συνεχής αναπροσαρμογή της εκπαιδευτικής πολιτικής στη χώρα δημιουργούν ένα ασταθές περιβάλλον για μαθητές και εκπαιδευτικούς, με τις συνεχείς αλλαγές να εμποδίζουν την εφαρμογή μακροπρόθεσμων στρατηγικών βελτίωσης.
Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε και τον κοινωνικοοικονομικό παράγοντα. Πολλοί μαθητές προέρχονται από οικογένειες με χαμηλό εισόδημα, οι οποίες δεν έχουν τη δυνατότητα να τους παρέχουν τα κατάλληλα εκπαιδευτικά εφόδια και εξωσχολικές δραστηριότητες, που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ακαδημαϊκή τους απόδοση.
Τι Μπορεί να Γίνει για να Βελτιωθεί η Κατάσταση;
Παρόλα αυτά, υπάρχουν λύσεις για τη βελτίωση αυτής της κατάστασης. Πρώτα απ’ όλα, απαιτείται μια ριζική αναμόρφωση του αναλυτικού προγράμματος, με έμφαση στην ανάπτυξη κριτικής σκέψης, δημιουργικότητας και δεξιοτήτων επίλυσης προβλημάτων. Η μάθηση πρέπει να γίνει πιο βιωματική και να συνδέεται άμεσα με την πραγματική ζωή. Παράλληλα, η επένδυση σε εκπαιδευτικές υποδομές και τεχνολογικά μέσα είναι απαραίτητη για να δημιουργηθεί ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό περιβάλλον που να ενθαρρύνει τη μάθηση και την καινοτομία. Η συνεχής επιμόρφωση των εκπαιδευτικών είναι επίσης κρίσιμη. Οι δάσκαλοι πρέπει να έχουν πρόσβαση σε σύγχρονες παιδαγωγικές μεθόδους και τεχνολογικά εργαλεία, ώστε να μπορούν να προσαρμόσουν τη διδασκαλία τους στις ανάγκες των μαθητών.
Επιπλέον, η εκπαιδευτική πολιτική πρέπει να σταθεροποιηθεί και να στηρίζεται σε μακροπρόθεσμους στόχους, βασισμένους σε τεκμηριωμένες έρευνες. Η συνέπεια και η συνέχεια είναι αναγκαίες για τη δημιουργία ενός σταθερού και αποτελεσματικού εκπαιδευτικού συστήματος. Τέλος, η στήριξη των μαθητών που προέρχονται από οικογένειες με χαμηλό κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο είναι ουσιαστικής σημασίας. Μέσα από κοινωνικά προγράμματα και παροχή δωρεάν πρόσβασης σε εξωσχολικές δραστηριότητες, οι ανισότητες μπορούν να μειωθούν και η απόδοση των μαθητών να βελτιωθεί.
Συνολικά, η βελτίωση των αποτελεσμάτων των Ελλήνων μαθητών στους διαγωνισμούς PISA είναι εφικτή, αλλά απαιτεί μια συντονισμένη και πολυδιάστατη προσέγγιση. Με σωστές εκπαιδευτικές πολιτικές, ενισχυμένες υποδομές και τη σωστή στήριξη των μαθητών, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να προσαρμοστεί στις σύγχρονες απαιτήσεις και να διασφαλίσει ότι οι μαθητές μας θα είναι καλύτερα προετοιμασμένοι για τις προκλήσεις του μέλλοντος.

Καθηγητής φυσικής, απόφοιτος Αριστοτελείου Πανεπιστημίου με μεταπτυχιακό στη Διδακτική των Φυσικών Επιστημών και ιδιοκτήτης φροντιστηρίων μέσης εκπαίδευσης.